ρέμβομαι

ρέμβομαι
ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α
1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ
β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ.
γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ τούτῳ χρωμένην, ῥεμβομένην τε καὶ ἀσωτευομένην», Νείλ.)
2. είμαι άστατος ή αβέβαιος (α. «ῥεμβομενον ἐν τοῑς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν», Πλούτ.
β. «παρθενευέτω καὶ ἡ διάνοια
μὴ ῥεμβέσθω, μὴ πλανάσθω», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. (για διατροφή) τρώω χωρίς όρεξη
2. (για λέξη) έχω ασαφή, αμφίβολη σημασία
3. ενεργ. ῥέμβω
περιστρέφω, γυρίζω κυκλικά κάτι («ῥέμβει
πλανᾱται», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥέμβομαι, κατά μία άποψη, ανάγεται σε μία ΙΕ ρίζα *wer- «στρέφω, γυρίζω» (με μετάθεση φθόγγων) και εμφανίζει έρρινο ένθημα -μ- και χειλικό -β-. Η σύνδεση τού ρ. με το μεσ. γερμ. wrimpen «ρυτιδώνω, ζαρώνω» και η αναγωγή σε ρίζα *wremb- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα ῥομβ- τού ῥέμβομαι έχει σχηματιστεί η λ. ῥόμβος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ῥέμβομαι — turn round and round pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβομένων — ῥέμβομαι turn round and round pres part mp fem gen pl ῥέμβομαι turn round and round pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβόμεθα — ῥέμβομαι turn round and round pres ind mp 1st pl ῥέμβομαι turn round and round imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβόμενον — ῥέμβομαι turn round and round pres part mp masc acc sg ῥέμβομαι turn round and round pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥέμβου — ῥέμβομαι turn round and round pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ῥέμβομαι turn round and round imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ῥέμβος roving masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρέμβετο — ῥέμβομαι turn round and round imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρέμβετο — ῥέμβομαι turn round and round imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρέμβοντο — ῥέμβομαι turn round and round imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβομένη — ῥέμβομαι turn round and round pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβομένην — ῥέμβομαι turn round and round pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”